ἔπιλλος

ἔπιλλος
ἔπιλλος
leering
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έπιλλος — ἔπιλλος, ον (Μ) αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ἔπιλλοι — ἔπιλλος leering masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλλίζω — ἐπιλλίζω (Α) [έπιλλος] 1. γνέφω, κλείνω το μάτι 2. κλείνω τα μάτια σαν να νυστάζω 3. κλείνω τα μάτια για να δω κάτι με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • επιλλώπτω — ἐπιλλώπτω (Α) [έπιλλος] κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη τού ματιού, στραβοκοιτάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”